σκυτάλη

σκυτάλη
Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα στρογγυλό ραβδί, έτσι ώστε οι άκρες της να ενώνονται ακριβώς μαζί. Το μήνυμα γραφόταν με γραμμές που καλύπτανε τη σ. κατά μήκος, και στελλόταν στον προορισμό του αφού ξετύλιγαν και πάλι την ταινία. Αυτό που είχε γραφτεί μπορούσε να διαβαστεί όταν η ταινία τυλιγόταν σε μια παρόμοια σ. σαν αυτή που έδιναν σε κάθε αξιωματούχο που έφευγε για το εξωτερικό για δημόσια υπηρεσία. Αν ο παραλήπτης βρισκόταν πολύ μακριά από τη Σπάρτη, χρησιμοποιούσαν περισσότερους ταχυδρόμους, που τους τοποθετούσαν από πριν σε κανονισμένες αποστάσεις του δρόμου και ο καθένας έφευγε από το σημείο της αφετηρίας του ώσπου να συναντήσει τον επόμενο, ως τον τελικό προορισμό της. Από την ομαδική αυτή συμβολή δρομέων, προέρχεται το αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Στιγμιότυπο από αγώνας σκυταλοδρομίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜΑ
ξύλινη κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες για αποστολή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων
νεοελλ.
1. μικρή κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιούν οι αθλητές σκυταλοδρομίας
2. ναυτ. καθένας από τους μοχλούς που περιστρέφουν τον εργάτη, το εξάρτημα τού πλοίου με το οποίο σηκώνεται η άγκυρα, κν. μανέλα
3. ζωολ. ονομασία οφιδίου
4. φρ. «παραδίδω [ή παίρνω] τη σκυτάλη» — αφήνω κάποιον να συνεχίσει το έργο μου ή διαδέχομαι κάποιον στην εκτέλεση ενός έργου
μσν.-αρχ.
καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα
αρχ.
1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως όπλο, ματσούκι, ρόπαλο («ἀναλωθέντων δὲ τῶν ὀϊστῶν, σκυτάλαις ξυλίναις διαγωνίζονται», Διόδ.)
2. η περιελιγμένη ταινία στην οποία ήταν κρυπτογραφημένο το μήνυμα που στελνόταν από τις αρχές τής Σπάρτης («πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι καὶ σκυτάλην εἶπον τοῡ κήρυκος μὴ λείπεσθαι», Θουκ.)
3. (γενικά) άγγελμα, μήνυμα («ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾱν», Πίνδ.)
4. καθεμιά από τις ράβδους που υποβάσταζαν φορείο («καὶ ἔσονται ψαλίδες ταῑς σκυτάλαις ὤστε αἵρειν αὐτὸ ἐν αὐταῑς», ΠΔ)
5. κανόνας με τον οποίο ισοπέδωναν το χύμα σιτάρι με τα χείλη τού χρησιμοποιούμενου μέτρου χωρητικότητας
6. ξύλινη πινακίδα, αβάκιο («ὄντων δὲ τῶν χρημάτων ἐν σακκίοις, καὶ τούτων ἔχοντος ἑκάστου σκυτάλην, ἔχουσαν τὴν ἐπιγραφήν», Διόδ.)
7. ράβδος ή ταινία από μέταλλο («σκυτάλας ἐλέφαντος, κασσιτέρου», επιγρ.)
8. μαστίγιο, καμουτσίκι
9. μοχλός μηχανής
10. μέσο για την μετάδοση κίνησης σε τροχό
11. βλαστός ή παραφυάδα
12. κύλινδρος τον οποίο χρησιμοποιούσαν κυλίοντάς τον, για την μετακίνηση, πάνω σε αυτόν, μεγάλων βαρών
13. είδος φιδιού που έχει ίδιο πάχος σε όλο του το μήκος
14. (κατά τον Ησύχ.) «σκυτάλαι
αἱ ἱππικαὶ ἶλαι... ἢ θύλακες δερμάτινοι»
15. φρ. α) «σκυτάλη ἀγριέλαιος» — το ρόπαλο τού Ηρακλή
β) «σκυτάλης περιτροπή» — μάταιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < αμάρτυρο τ. *σκύτος «κομμάτι αποφλοιωμένου ξύλου» (πρβλ. σκύτη / σκῦτος) + επίθημα -αλο- (βλ. και λ. σκύταλον), που δηλώνει όργανο (πρβλ. πάσσ-αλος, ῥόπ-αλον) και συνδέεται με τα: λιθουαν. skutas «κομμάτι, κουρέλι», skutu «ξεφλουδίζω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. scutula].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυτάλη — staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλῃ — σκυτάλη staff fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλη — η 1. κυλινδρικό στέλεχος ξύλου. 2. φρ., «Παραδίδω τη σκυτάλη», αφήνω κάποιον να συνεχίσει το έργο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυτάλαι — σκυτάλη staff fem nom/voc pl σκυτάλᾱͅ , σκυτάλη staff fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάληι — σκυτάλῃ , σκυτάλη staff fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАЛОЧКА ДЛЯ ПИСЬМА — •Σκυτάλη, которой пользовались, особенно в Спарте, для секретной заграничной переписки; слово это также означает и само известие, и письмо. Каждый государственный чиновник, преимущественно полководец,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Скитала —    • Σκυτάλη,          которой пользовались, особенно в Спарте, для секретной заграничной переписки; слово это также означает и само известие, и письмо. Каждый государственный чиновник, преимущественно полководец, отправляясь по службе за границу …   Реальный словарь классических древностей

  • σκυταλῶν — σκυτάλη staff fem gen pl σκυταλόω cudgel pres part act masc voc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act masc nom sg σκυταλόω cudgel pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλαις — σκυτάλη staff fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλην — σκυτάλη staff fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”